Σμέουρο
Το Σμέουρο (ή νιάουρο) γνωστό και ως Φραμπουάζ (γαλλ. Framboise, αγγλ. Red Raspberry) με επιστημονική ονομασία Rubus ideaus (βάτος η ιδιαία) είναι πολυετές άγριο φυτό που παράγει μικρού μεγέθους κόκκινους καρπούς. Έχει απλά πτεροειδή ή σύνθετα παλαμοειδή φύλλα και λευκά ή ρόδινα πενταμερή άνθη. Το γένος rubus παρουσιάζει ιδιαίτερο οικονομικό ενδιαφέρον λόγω των εδώδιμων εύγευστων καρπών του. Το όνομα τού είδους idaeus(Ιδιαίος – Ζεύς) αναφέρεται στην εμφάνισή του, στο όρος Ίδη κοντά στο Τροία στη βορειοδυτική Τουρκία, όπου οι Αχαιοί το πρωτοαντίκρυσαν κατά τον Τρωικό πόλεμο .
Πρέπει να αποφεύγεται η εγκατάσταση του σμέουρου σε χωράφια που είχαν καλλιεργηθεί προηγουμένως με μηλιές, σταφύλια, φράουλες ή σμέουρα, επειδή οι καλλιέργειες αυτές προσβάλλονται από μία κοινή ασθένεια σε όλες, τον «καρκίνο του λαιμού».
Στη χώρα μας, το σμέουρο -όπως και το βατόμουρο- είχε καλλιεργηθεί πριν από 20 χρόνια, αλλά λόγω κακής οργάνωσης της παραγωγής αλλά και της αγοράς σχεδόν εξαφανίσθηκαν.
Σήμερα όμως, όπως επισημαίνουν γνώστες των αγορών αυτών, θα μπορούσε να αναπτυχθεί αυτή η καλλιέργεια στη χώρα μας, ως καλλιέργεια υπαίθρου αλλά και ως καλλιέργεια θερμοκηπίου και να δώσει ικανοποιητικό εισόδημα, εφόσον βέβαια καλλιεργηθεί σωστά και οργανωθεί σε σωστές βάσεις η εμπορία της.
Πέρα από τους καρπούς συγκομίζονται και τα φύλλα του σμέουρου που αποξηραίνονται και χρησιμοποιούνται ως αφέψημα
Το σμέουρο κυρίως καταναλώνεται σαν νωπός καρπός, αλλά και σαν κατεψυγμένος. Επίσης χρησιμοποιείται στη βιομηχανία για την παρασκευή μαρμελάδας, ζελέδων, χυμών, παγωτών, λικέρ, ως προσθετικά γιαουρτιών, κρασιών και στη ζαχαροπλαστική. Γενικά ένα κεσεδάκι των 125 γραμμαρίων από κόκκινα σμέουρα καλύπτει το 50% της ημερησίας δόσης του ανθρώπινου οργανισμού σε βιταμίνη C, το 10% του αναγκαίου σιδήρου και ταυτόχρονα παρέχει σημαντικές ποσότητες σε βιταμίνες, πηκτίνες, ανόργανα άλατα, ενώ έχει μόνο περίπου 70 θερμίδες και η περιεκτικότητα σε νάτριο είναι χαμηλή.
Η παγκόσμια παραγωγή σμέουρων ανέρχεται στους 414.000 τόνους, από τους οποίους οι 342.000 τόνοι παράγονται από χώρες της Ευρώπης. Η Ρωσία είναι η πρώτη παραγωγός χώρα με 100.000 τόνους, ενώ για την πρώην Γιουγκοσλαβία αναφέρονται 94.000 τόνοι. Από τις χώρες της ΕΕ η Πολωνία προηγείται με 45.000 τόνους και ακολουθεί η Γερμανία με 29.000 τόνους.
Οι χώρες της Ευρώπης εισάγουν αρκετές ποσότητες νωπών φρούτων εκτός εποχής παρά τη δυνατότητα κατανάλωσης φθηνότερων κατεψυγμένων φρούτων. Eτσι έχουν αρχίσει να ερευνούν το ενδεχόμενο της εκτός εποχής παραγωγής σμέουρων και επιπλέον σε περιοχές με ήπιο χειμώνα όπως οι χώρες της Μεσογείου.
Στη Γαλλία, το σμέουρο καταναλώνεται με τρεις τρόπους. Το 80-90% της παραγωγής χρησιμοποιείται από την μεταποιητική βιομηχανία για την παραγωγή μαρμελάδων, γλυκών, αλκοολούχων ποτών και αρωματικών προϊόντων. Ο δεύτερος τομέας κατανάλωσης αντιπροσωπεύει το 4-5%, προέρχεται από την κατανάλωση σε εστιατόρια και ζαχαροπλαστεία και ο τρίτος τομέας είναι η κατανάλωση ως νωπός καρπός που αποτελεί το 7-8% της παραγωγής.
Πέρα από τους καρπούς συγκομίζονται και τα φύλλα του σμέουρου που αποξηραίνονται και χρησιμοποιούνται ως αφέψημα. Οι καρποί που είναι καλής ποιότητας είναι οι καρποί που έχουν καλό χρωματισμό, είναι αρωματικοί και έχουν σφιχτή σάρκα. Τα σμέουρα διατηρούνται μία έως δύο ημέρες σε ψυγείο. Οι καρποί του σμέουρου από το δέσιμό τους μέχρι την ωρίμανση χρειάζονται 30-45 ημέρες ανάλογα με την ποικιλία και τις εδαφοκλιματικές συνθήκες που θα επικρατήσουν.
Το χρώμα του καρπού, καθώς ωριμάζει, από λευκό γίνεται λευκό-ρόδινο, ρόδινο, κόκκινο, βυσσινί. Τα εμπορικά χαρακτηριστικά του καρπού που ενδιαφέρουν τους καταναλωτές είναι το μέγεθος, το χρώμα, η σκληρότητα του καρπού, τα διαλυτά στερεά, η οξύτητα, ο αριθμός των σπερμάτων και το μέγεθός τους.
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ
Δύο ποικιλίες με διαφορετικό τρόπο καρποφορίας
Τα σμέουρα ταξινομούνται σε δύο ομάδες ανάλογα με τον τρόπο που καρποφορούν: Τα συμβατικά ή μονόφορα σμέουρα και τα δίφορα ή φθινοπωρινά σμέουρα. Στα μονόφορα σμέουρα ο βιολογικός κύκλος του εναέριου και παραγωγικού τμήματος του φυτού είναι διετής. Οι καρποί ωριμάζουν από τις αρχές Ιουλίου μέχρι τα μέσα Αυγούστου. Στη συνέχεια οι βλαστοί αυτοί αποξηραίνονται και στη συνέχεια ακολουθεί μία νέα σειρά από βλαστάρια που αναπτύσσονται από το ριζικό σύστημα την επόμενη άνοιξη.
Τα δίφορα σμέουρα είναι εξίσου διετή, αλλά η κυριότερη διαφορά τους με τα μονόφορα είναι ότι παράγουν καρπούς από το πρώτο έτος της ανάπτυξής τους.
Μονόφορες ποικιλίες:
Boyne: Αμερικανική ποικιλία, πρώιμη με καρπούς μέτριου ή μικρού μεγέθους. Παραγωγική ποικιλία με καλή γεύση, ανθεκτική στη σκωρίαση και τον καρκίνο του λαιμού. Ευαίσθητη ποικιλία στο βακτηριακό κάψιμο.
Gatineau: Είναι πρώιμη ποικιλία με μέτριου ή μικρού μεγέθους καρπούς. Δίνει καρπούς με καλή γεύση.
Festival: Είναι ημιπρώιμη ποικιλία με καρπούς μέτριου μεγέθους. Παραγωγική ποικιλία με καλής ποιότητας καρπούς και βλαστούς με λίγα αγκάθια.
Titan: Αμερικανική ποικιλία, ημιπρώιμη. Δίνει καρπούς μεγάλους. Δίνει φυτά εύρωστα. Πολύ ευαίσθητη ποικιλία στη φυτόφθορα.
Υπάρχουν πολλές καλλιεργούμενες ποικιλίες του δίφορου σμέουρου σε ολόκληρο τον κόσμο. Μερικές από αυτές είναι οι εξής:
Pathfinder: Είναι πρώιμη ποικιλία, ωριμάζει τον Ιούλιο. Είναι πολύ παραγωγική ποικιλία, με μέγεθος καρπών μέτριο. Εχει καλή γεύση και συνεκτική υφή ο καρπός της. Οι βλαστοί της είναι βραχείς και δείχνει μία ευαισθησία στον τετράνυχο και τη σκωρίαση.
Autumn Bliss: Είναι ποικιλία που προέρχεται από τη Μ. Βρετανία. Ωριμάζει τον Αύγουστο και διακρίνεται για την υψηλή της παραγωγή. Οι καρποί της έχουν μεγάλο μέγεθος και είναι πολύ γευστικοί. Οι καρποί της έχουν το μειονέκτημα ότι δεν έχουν σφιχτή υφή. Η ποικιλία αυτή είναι ευαίσθητη στον ιό του νανισμού.
Autumn Britten: Προέρχεται από τη Μ. Βρετανία, ωριμάζει τον Αύγουστο οι δε καρποί της είναι μεγάλου μεγέθους και μέτριας ποιότητας. Διακρίνεται από μία μέση προς υψηλή παραγωγικότητα. Παρουσιάζει δυσκολία κατά τη συγκομιδή των καρπών.
Polana: Η ποικιλία αυτή προέρχεται από την Πολωνία. Ωριμάζει τον Αύγουστο. Εχει μέτρια έως υψηλή παραγωγικότητα. Οι καρποί της έχουν μέτριο μέγεθος και η γεύση τους είναι καλή. Η συγκομιδή των καρπών της παρουσιάζει δυσκολίες.
Caroline: Προέρχεται από τις ΗΠΑ και ωριμάζει τον Σεπτέμβριο. Χαρακτηρίζεται από μέτρια παραγωγικότητα καρπών, που όμως είναι μεγάλου μεγέθους και η γεύση των καρπών της είναι εξαιρετική.
Heritage: Προέρχεται από τις ΗΠΑ και ωριμάζει τον Σεπτέμβριο. Η παραγωγικότητά της είναι χαμηλή. Οι καρποί της έχουν μέτριο μέγεθος αλλά η ποιότητα των καρπών της είναι πολύ καλή.
Τα 2.000 ευρώ ανά στρέμμα φτάνει η απόδοση
Η καλλιέργεια του σμέουρου είναι πολυετής και διαρκεί τουλάχιστον 10 χρόνια. Η πρώτη συγκομιδή ξεκινά τον δεύτερο με τρίτο χρόνο μετά το φύτεμα των φυτών. Η απόδοση μίας φυτείας σμέουρου μπορεί να φτάσει τα 1.000 κιλά ανά στρέμμα.
Σε χώρες όπως η Γαλλία η μέση τιμή πώλησης του σμέουρου έχει από 5,5-8 ευρώ το κιλό. Λαμβάνοντας υπόψη μία μέση παραγωγή 800 κιλά το στρέμμα, η καλλιέργεια αυτή μπορεί υπό συνθήκες να δώσει εισόδημα της τάξης των 2.000 το στρέμμα.
Τα εδάφη που είναι κατάλληλα για την καλλιέργεια του σμέουρου είναι τα ελαφρά εδάφη που έχουν καλή στράγγιση, έχουν την απαραίτητη υγρασία, είναι πλούσια σε οργανικές ουσίες και είναι ελαφρώς όξινα. Σε βαριά εδάφη θα πρέπει το έδαφος να διαμορφώνεται σε «σαμάρια» και η καλλιέργεια του σμέουρου να γίνεται επάνω στα «σαμάρια». Θα πρέπει να αποφεύγονται τα πολύ υγρά εδάφη που δεν στραγγίζουν καλά. Επίσης θα πρέπει να αποφεύγονται οι περιοχές που είναι παγετόπληκτες.
Πρέπει να αποφεύγεται η εγκατάσταση του σμέουρου σε χωράφια που είχαν καλλιεργηθεί προηγουμένως με μηλιές, σταφύλια, φράουλες ή σμέουρα, επειδή οι καλλιέργειες αυτές προσβάλλονται από μία κοινή ασθένεια σε όλες, τον «καρκίνο του λαιμού».
Ο αγρός στον οποίο θα εγκατασταθεί η φυτεία του σμέουρου θα πρέπει να έχει καλό αερισμό, ώστε να προστατεύεται από την προσβολή διαφόρων ασθενειών. Επίσης οι γραμμές φυτεύσεως πρέπει να έχουν την κατεύθυνση των επικρατούντων ανέμων της περιοχής, ώστε να στεγνώνουν γρήγορα τα φύλλα των φυτών μετά τη βροχή.
Στα επικλινή εδάφη καλό είναι να αποφεύγονται τα χαμηλότερα σημεία, όπως και τα υψηλότερα σημεία, δηλαδή οι κορυφές των λόφων, για να μη υπάρχουν ζημιές των φυτών από τους ανέμους του χειμώνα.
Λίπανση
Η κατάλληλη λίπανση του σμέουρου είναι αυτή που έχει ως βάση την ανάλυση του εδάφους. Η λίπανση πρέπει να γίνεται πριν από το όργωμα του εδάφους. Είναι προτιμότερο να γίνεται οργανική λίπανση, επειδή η οργανική λίπανση ενδείκνυται στην καλλιέργεια του σμέουρου. Σε πολύ όξινα εδάφη θα πρέπει να γίνεται προσθήκη ασβεστίου. Το ρΗ που αρμόζει καλύτερα στο σμέουρο είναι το 6,5.
Η οργανική ουσία βελτιώνει τη δομή του εδάφους, όπως και την ικανότητά του να συγκρατεί το νερό και να εμποδίζει την απορροή των ανόργανων στοιχείων. Η οργανική ουσία μπορεί να είναι άχυρα σε ανάμειξη με κοπριά, χλωρή λίπανση ή κομπόστ. Μία ποσότητα 3-5 τόνων το στρέμμα είναι μία καλή οργανική λίπανση. Για να υπάρξει καλή αποδόμηση της οργανικής ουσίας από τους μικροοργανισμούς, συστήνεται η προσθήκη μίας ποσότητας 6kg αζώτου ανά τόνο οργανικής ουσίας. Σε περίπτωση που η κόπρος προέρχεται από πουλερικά, πρέπει να εφαρμόζεται στο έδαφος σε μία ποσότητα 0,5-1 τόνο ανά στρέμμα. Η κοπριά θα πρέπει να ενσωματώνεται στο έδαφος σε ένα βάθος 10-15cm πριν από το φύτεμα των δενδρυλλίων. Σε γενικές γραμμές η καλλιέργεια του σμέουρου απαιτεί 4,5 κιλά/στρέμμα άζωτο, 3-4 κιλά φωσφόρο, 4-5 κιλά κάλιο.
Προετοιμασία εδάφους
Πρέπει να γίνεται καλή κατεργασία του εδάφους, με άροση και γύρισμα του χώματος σε βάθος τουλάχιστον 30cm. Εάν το έδαφος δεν έχει μεγάλη περατότητα, τότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένας υπεδαφοκαλλιεργητής, ο οποίος διασπά τα αδιαπέραστα μέρη του εδάφους και αυξάνει την περατότητά του. Η εργασία αυτή καλό είναι να γίνεται δύο φορές σε κάθετη διεύθυνση.
Το έδαφος πρέπει να είναι απαλλαγμένο από ζιζάνια, πριν από το φύτεμα των φυτών, επειδή η καταστροφή τους μετά την εγκατάσταση των φυτών είναι επικίνδυνη καθώς μπορεί να προκληθούν ζημιές στα φυτά του σμέουρου που προέρχονται από τα διασυστηματικά ζιζανιοκτόνα. Οι αποστάσεις φυτεύσεως είναι 2,5 έως 3,5 μέτρα μεταξύ των γραμμών και 0,3 έως 0,8 μέτρα μεταξύ των φυτών επάνω σε κάθε γραμμή φύτευσης.
Η ιστορία του φυτού
Το σμέουρο είναι ένα φυτό των εύκρατων περιοχών που μπορεί όμως να καλλιεργηθεί και σε πιο βόρειες περιοχές. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rubus idaeus και του δόθηκε από τον μεγάλο βοτανολόγο Carl von Linne, τον 18ο αιώνα σε ανάμνηση του Πλίνιου του Αρχαίου. Σύμφωνα με την παράδοση, όπως αναφέρει ο Πλίνιος, το σμέουρο στην αρχή είχε λευκό χρώμα. Η νύμφη Ιδη που ήταν κόρη του βασιλιά της Κρήτης και τροφός του θεού Δία, θέλησε μία ημέρα να μαζέψει σμέουρα και να τα δώσει στον πεινασμένο Δία, αλλά πλήγωσε το στήθος της με ένα αγκάθι του φυτού, με αποτέλεσμα ο καρπός του να αλλάξει χρώμα και να γίνει κόκκινος. Ο Πλίνιος στη φυσική του ιστορία αναφέρει ότι ο θάμνος αυτός φύεται μόνο στο όρος Ιδη της Κρήτης και για τον λόγο αυτό το ονόμασε Rubus idaeus.